υπερανέχω

υπερανέχω
ΜΑ
βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον, σε ανώτερη θέση («ἄρχειν καὶ ὑπερανέχειν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», Πρόκλ.)
μσν.
υψώνομαι πάνω από κάτι, υπερέχω σε ύψος («ὑπερανίσχει καὶ ὑπερανέχει ὄρος τῶν αὐτοῡ ταπεινοτέρων», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀνέχω «κρατώ ψηλά, ανυψώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • υπερανίσχω — ΜΑ 1. ὑπερανέχω* 2. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”