- υπερανέχω
- ΜΑβρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον, σε ανώτερη θέση («ἄρχειν καὶ ὑπερανέχειν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», Πρόκλ.)μσν.υψώνομαι πάνω από κάτι, υπερέχω σε ύψος («ὑπερανίσχει καὶ ὑπερανέχει ὄρος τῶν αὐτοῡ ταπεινοτέρων», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀνέχω «κρατώ ψηλά, ανυψώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.